καταληπτά

καταληπτά
καταληπτός
seized
neut nom/voc/acc pl
καταληπτά̱ , καταληπτός
seized
fem nom/voc/acc dual
καταληπτά̱ , καταληπτός
seized
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταληπτάς — καταληπτά̱ς , καταληπτός seized fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРКЕСИЛАЙ —    • Arcesĭlas и Arcesilāus,          Άρκεσίλαος, основатель средней академии; родом из Питани в Этолии, жил ок. 300 г. до Р. X. Учился сначала у математика Автолика в своем родном городе, а после смерти своего отца Севфа посещал школы Феофраста… …   Реальный словарь классических древностей

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • φίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φ. ο Αθηναίος. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα επί Τριάκοντα Τυράννων και πήγε στον Ωρωπό, απ’ όπου έκανε επιδρομές εναντίον της πόλης. Όταν γύρισε, κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής. Εναντίον του στρέφεται ο 31ος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”